χρηματαποστολή

χρηματαποστολή
η, Ν
1. μεταφορά μεγάλων χρηματικών ποσών
2. συνεκδ. ειδικά εκπαιδευμένοι υπάλληλοι, επιφορτισμένοι με την παραπάνω μεταφορά («έφερε η χρηματαποστολή τους μισθούς»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρήμα, -ατος + αποστολή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”